σατραπίς

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(σε συνεκφορά με το ναῦς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα -ίς (πρβλ. τυραννίς)].