ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
-α, -ον, Α σιδηρούς, σιδερένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -αιος (πρβλ. νόμ-αιος)].