σιδήραιος

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
σιδηρούς, σιδερένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -αιος (πρβλ. νόμαιος)].