σιδερίτις

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

η, και σιδερίτης, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή περίπου δέκα, γνωστά με τίς κοινές ονομασίες τσάι του βουνού και μαλοθήρας.