σκαμπάζω
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
Ν
1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» — δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»].