σκάμνον
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
σκάμνον: τό, Λατ. scamnum, κάθισμα,σκαμνί, Βυζ.· - ἀλλὰ σκάμνος, ὁ, = σκίμπους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἴδε ἀσκάντης.
τὸ, Μ
το σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scamnum «βάθρο, εδώλιο»].