σκολυμώδης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῠμώδης Medium diacritics: σκολυμώδης Low diacritics: σκολυμώδης Capitals: ΣΚΟΛΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: skolymṓdēs Transliteration B: skolymōdēs Transliteration C: skolymodis Beta Code: skolumw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5, cf. 9.12.2.

German (Pape)

[Seite 902] ες, von der Art, Gestalt des σκόλυμος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκολῠμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκόλυμος
όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.).