σκορπαλευράς
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Ν
μτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι].