σκώμμα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

το / σκῶμμα, -ώμματος, ΝΜΑ σκώπτω
πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός
αρχ.
φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» — χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.)
β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» — λογοπαίγνιο (Αριστοτ.).