σπάθιον
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
German (Pape)
[Seite 916] τό, dim. von σπάθη, kleine Spatel, σπαθίοις πηνίσματα κρούειν Ep. ad. 82 (VI, 283).
Greek (Liddell-Scott)
σπάθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπάθη (σημασ. Ι), Ἀνθ. Π. 6. 283· (σημασ. 5), Ἀρχ. Μαθ. 318· (σημασ. 2), Γαλην.· (σημασ. 6), Ἱππιατρ.· (σημασ. 7), Κοσμᾶς Ἰνδ.· -ἡ ἐκφορὰ σπανίον ἐσφαλμένη.