σπειροδρακοντόζωνος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

English (LSJ)

ον,

   A girt with coils of snakes, An.Ox.3.182.

Greek (Liddell-Scott)

σπειροδρᾰκοντόζωνος: -ον, ὁ ἐζωσμένος μὲ σπείρας δράκοντος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 182.

Greek Monolingual

-ον, Α
ζωσμένος με σπείρες δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, -οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι-δρακοντό-ζωνος)].