ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Ν σπόρος1. (για φυτά) βγάζω σπόρους2. (για ορισμένους καρπούς) σχηματίζω σπόρους και είμαι ακατάλληλος για φάγωμα.