σπρώξιμο
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή
β) (για άνδρα) η συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμο)].