ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
σταυροχᾰρής: -ές, (χαρῆναι) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
-ές, Μαυτός που αγαπάει τον σταυρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμο-χαρής].