στενόκαρδος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
-η, -ο, Ν
αυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό-καρδος].