στερνός
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. κατοπινός, ύστερος
2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά
τα γηρατειά
4. φρ. «καλά στερνά»
(ως ευχή) καλά γεράματα
5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — λέγεται για τις περιπτώσεις που κάποιος μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για λόγια που είπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερνός (με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-) < υστερινός].