συκώτι
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν
1. το ήπαρ
2. φρ. α) «μού 'πρήξε το συκώτι»
i) με στενοχώρησε πολύ
ii) με κούρασε με την πολυλογία του
β) «θα σού φάω το συκώτι» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά
γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό
δ) «δεν χαλάω το συκώτι μου» — δεν στενοχωριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ].