συκοφαντώδης

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντώδης Medium diacritics: συκοφαντώδης Low diacritics: συκοφαντώδης Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sykophantṓdēs Transliteration B: sykophantōdēs Transliteration C: sykofantodis Beta Code: sukofantw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.

German (Pape)

[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.