συμβιβαστικότητα

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού
2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού
2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].