συμπαράταξη
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).
Greek Monolingual
η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).