συμπόρευση

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.

Greek Monolingual

συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.