ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
-η, -ο, Ναυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντά-πηχος].