τρίπηχος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντάπηχος].