τημοῦτος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
German (Pape)
[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.
Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος, κατά το οὗτος.