υπολειτουργός
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
ὁ, Α
αυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»].