υπολειτουργός

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»].