Χιτώνη

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, Beiwort der Artemis, von ihrem kurzen χιτών; Callim. Iov. 77; Dion. 225.

Greek (Liddell-Scott)

Χῐτώνη: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, ἥτις παρίσταται ὡς ἠσχολημένη εἰς τὴν θήραν καὶ φοροῦσα τὸν Δωρικὸν χιτῶνα, Καλλ. εἰς Δία 77, εἰς Ἄρτεμ. 225.

Greek Monolingual

και Χιτωνέα και Κιθώνη, ἡ, Α χιτών
1. προσωνυμία της Αρτέμιδος, η οποία απεικονιζόταν σε κυνήγι φορώντας δωρικό χιτώνα
2. αττικός δήμος στους πρόποδες της Πάρνηθος, όπου τελούσαν τα Χιτώνια προς τιμήν της Αρτέμιδος Χιτωνίας.