συνυποπίπτω
From LSJ
Full diacritics: συνυποπίπτω | Medium diacritics: συνυποπίπτω | Low diacritics: συνυποπίπτω | Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ |
Transliteration A: synypopíptō | Transliteration B: synypopiptō | Transliteration C: synypopipto | Beta Code: sunupopi/ptw |
A to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.
συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.
Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.