υπερηφανία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑπερήφανος
1. υπεροπτική συμπεριφορά, έπαρση
2. περιφρόνηση για κάποιον ή για κάτι.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἡ, Α ὑπερήφανος
1. υπεροπτική συμπεριφορά, έπαρση
2. περιφρόνηση για κάποιον ή για κάτι.