υπερηφανία

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπερήφανος
1. υπεροπτική συμπεριφορά, έπαρση
2. περιφρόνηση για κάποιον ή για κάτι.