υφαντουργία

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η, Ν υφαντουργός
1. βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων
2. οικονομικός κλάδος που περιλαμβάνει τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και οικοτεχνικές μονάδες οι οποίες ασχολούνται με την ύφανση φυσικών ή τεχνητών υλών
3. η υφαντική.