τρισσόφωτος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
-ον, Μ
αυτός που εκπέμπει τριπλό φώς, από τρεις πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φωτός (<φῶς, φωτός), πρβλ. πολύ-φωτος].