υποπλάσσω
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].