υποπλάσσω
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].