φασιστικός
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φασίστας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα
2. (κατ' επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός.