τσαλάκωμα
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
το, Ν τσαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαλακώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
2. μτφ. ηθικός εξευτελισμός, καταρράκωση («έπαθε μεγάλο τσαλάκωμα»).