τουλπάνι
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
και τουλουπάνι και τουλμπάνι, το, Ν
1. λεπτό και αραιά υφασμένο ύφασμα, από το οποίο γίνονται γυναικεία μαντίλια για το κεφάλι, τούλι
2. κομμάτι από παρόμοιο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως λεπτό σουρωτήρι για υγρά
3. μαντίλι, κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulbend < περσ. dulband].