χορτάρι

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το / χορτάριον, ΝΜΑ
1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα
νεοελλ.
κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.)
αρχ.
μικρός χόρτος, μικρό περιβόλι, περιβολάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βλαστ-άρι(ον)].