υδροχοιρίδες
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής με τυπικό το γένος υδρόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrochoeridae (< υδρο- + χοίρος)].