τσεμπέρι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
και τσιμπέρι, το, Ν
μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cember].