υπεραισθητός

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, που δεν είναι προσιτός μέσω τών αισθήσεων, αλλά συλλαμβάνεται μόνον με τον νου, με τη σκέψη (α. «υπεραισθητός κόσμος» β. «υπεραισθητές αξίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + αισθητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].