υπεραισθητός

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, που δεν είναι προσιτός μέσω τών αισθήσεων, αλλά συλλαμβάνεται μόνον με τον νου, με τη σκέψη (α. «υπεραισθητός κόσμος» β. «υπεραισθητές αξίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + αισθητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].