φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
τυρβασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Βυζ.
ὁ, Μ τυρβάζωτύρβασμα.