τούφα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

τοῦφα, η, ΝΜ
1. δέσμη, σύνολο από ίνες μαλλιού, τριχών, νημάτων
2. η τουλούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tufa «είδος σημαίας, δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο» < γερμ. tūfa «λοφίο» (βλ. και λ. τύφη)].