συννέφιασμα
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
το, Ν συννεφιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη του ουρανού με σύννεφα
2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου.