χοιριδιέμπορος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ὁ,
A pig-dealer, PFay.108 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ-έμπορος)].