γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η, Ν1. χτένα με αραιά δόντια για το ξέμπλεγμα τών μαλλιών2. μικρή χτένα τσέπης.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zazzara].