τυφώνιος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

German (Pape)

[Seite 1166] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so.

Greek Monolingual

και τυφώνειος και τυφαόνιος, -(ε)ία, -ον, Α Τυφῶν, -ῶνος / Τυφάων]
1. τυφωνικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι
α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις
β) (κατ' επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τυφωνία
το γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες φυτό αγριολεβάντα και χαμολίβανο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφώνιον
γάιδαρος.