τραγογένης
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που έχει γέ
νεια τράγου, τραγοπώγων
2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα
3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο-γένης].