σχιζοπροσωπία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
και σχιστοπροσωπία, η, Ν
(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος του προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω της σχισμής του λαγόχειλου.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
και σχιστοπροσωπία, η, Ν
(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος του προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω της σχισμής του λαγόχειλου.